κινησιογραφία

κινησιογραφία
η
μέθοδος αυτόματης καταγραφής τών κινήσεων τών οργάνων και τών μελών τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • κινησιογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κινησιογραφία ή στον κινησιογράφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”